- οδυνήφατος
- ὀδυνήφατος, -ον (Α)αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί-φατος, πυρί-φατος. Το σύνθετο αυτό είναι το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.